- επιτραπέζωμα
- ἐπιτραπέζωμα, τὸ (AM)συνήθ. στον πληθ. τα φαγητά που τοποθετούνται στο τραπέζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραπέζωμα (< τραπεζώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτραπεζωμάτων — ἐπιτραπέζωμα a dish set on table neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζώματα — ἐπιτραπέζωμα a dish set on table neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)